-
1 συμπαρήκω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπαρήκω
См. также в других словарях:
συμπαρήκω — Α συνυπάρχω, συνοδεύω («τῷ αἰσθητῷ τὸ αἰσθανόμενον συμπαρήκει», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παρήκω «βρίσκομαι κοντά, περνώ»] … Dictionary of Greek